ισοτοπικός

ισοτοπικός
-ή, -ό
(χημ.- πυρην. φυσ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ισότοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. isotopique < iso- (πρβλ. ισ[ο]-) + -top-ique (πρβλ. τοπ-ικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”